ὁπλοφοροῦν

ὁπλοφοροῦν
ὁπλοφορέω
bear arms
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ὁπλοφορέω
bear arms
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρώτες — Ακτήμονες γεωργοί στην αρχαία Κρήτη, κατά τη δωρική εποχή (1200 332 π.Χ.). Ονομάζονταν και Αφαμιώτες. Υπηρετούσαν τους ελεύθερους πολίτες του νησιού καλλιεργώντας τα ιδιωτικά τους κτήματα και έπαιρναν ως αντάλλαγμα –όπως και οι είλωτες στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”